- προσποιώ
- -έω, Αβλ. προσποιούμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσποιῶ — προσποιέω make over to pres subj act 1st sg (attic epic doric) προσποιέω make over to pres ind act 1st sg (attic epic doric) προσποιέω make over to pres subj act 1st sg (attic epic doric) προσποιέω make over to pres ind act 1st sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… … Dictionary of Greek
ποτιποιώ — έω, Α (δωρ. τ.) προσποιῶ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + ποιῶ] … Dictionary of Greek
προσποιούμαι — προσποιοῡμαι, έομαι, ΝΑ, και ενεργ. τ. προσποιῶ, έω, Α καμώνομαι, κάνω ότι..., προσπαθώ να φανώ διαφορετικός από ό,τι είμαι, υποκρίνομαι (α. «προσποιείται ότι δουλεύει εντατικά» β. «προσποιούμενος τὸν ἡδόμενον», Φίλ.) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.)… … Dictionary of Greek